- προσφορία
- προσφορ-ία, ἡ, Astrol.,A approach,
τῶν δεσποτῶν Vett.Val.5.16
(s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν δεσποτῶν Vett.Val.5.16
(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφορία — ἡ, Α [πρόσφορος] (πιθ. ανάγν.) αστρολ. ροπή ενός αστρικού σημείου προς άλλο … Dictionary of Greek
προσφορίαν — προσφορίᾱν , προσφορία approach fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)